- πατινάδα
- και ματινάδα και μαντινάδα, η1. ερωτικό άσμα που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας ή άλλων οργάνων κατά τη νύχτα στους δρόμους2. (ειδικά στην Κρήτη) ερωτικό δίστιχο3. συνεκδ. η ενασχόληση με το τραγούδημα ερωτικών ασμάτων κατά τη νύχτα στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. matinada. Ο τ. πατινάδα πιθ. να οφείλεται σε επίδραση τής διαλεκτ. λ. πατινός «τελευταίος» (< πάτος) επειδή τα γλέντια έκλειναν συνήθως με αυτό το είδος τού τραγουδιού].
Dictionary of Greek. 2013.